- αλαδιά
- η [λαδιά]1. έλλειψη λαδιού2. η ακαρπία που παρατηρείται στις ελιές κάθε δεύτερο χρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαδιά — η η κάθε δυο χρόνια ακαρπία των ελαιόδεντρων: Τους είχε γονατίσει η αλαδιά της χρονιάς εκείνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)